- χειροτονίας
- χειροτονίᾱς , χειροτονίαextension of the handfem acc plχειροτονίᾱς , χειροτονίαextension of the handfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
MANUS — I. MANUS apud Quintilianum l. 5. c. 13. Ut gladiatorum manus, quae secundae vocantur, fiunt et tertiae, si prima ad evocandum adversarii ictum prolata erat, et quartae, si geminata captatio est, ut bis cavere bis repetere oportuerit: sunt… … Hofmann J. Lexicon universale
πρωτοκαθεδρία — η, ΝΜΑ η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. (καν. δίκ.) η τιμητική… … Dictionary of Greek
BRABEUTA — Graece Βραβεὺς, item Βραβευτὴς, Iudex dicebatur apud Graecos, qui in Ludis pubilicis, Sacris inprimis Agonibus, praesidebat: cuiusinodi munus olim maximi aestimabatur. Unde apud Persas, insos Reges praemia proposuisse cursus corumque omnium,… … Hofmann J. Lexicon universale
DECRETA — dicuntur Iurecoss. quae Princeps causâ cognitâ ex utraque parte pronuntiat. Glossa Basilic. Δέκρετον, ἀπόφαςις βαςιλέως καὶ ἄρχοντος. Postea in Ecclesia, cum Canones Conciliorum duplicis esse coepissent generis, eos, quibus mores et diseiplina… … Hofmann J. Lexicon universale
επικύρωση — η (AM ἐπικύρωσις) [επικυρώνω] η πράξη με την οποία προσδίδεται κύρος σε ορισμένη ενέργεια ή με την οποία διαπιστώνεται, επαληθεύεται ή βεβαιώνεται κάτι (α. «επικύρωση συνθήκης, εγγράφου, υπογραφής» κ.λπ. β. «πρὸς τὴν ἐπικύρωσιν τῆς χειροτονίας»,… … Dictionary of Greek
πρεσβείο — το / πρεσβεῑον, ΝΑ, επικ. και ιων. τ. πρεσβήϊον και κρητ. τ. πληθ. πρειγηϊα, Α [πρέσβυς] 1. (κυρίως στον πληθ.) τα πρεσβεία τιμές και προνόμια προς τη γεροντική ηλικία ή σε πρόσωπα που προηγούνται κατ αρχαιότητα σε ένα αξίωμα 2. φρ. α) «πρεσβεία… … Dictionary of Greek
χειροσκόπος — ον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ο χειρομάντης 2. αυτός που μετρούσε τα υψωμένα χέρια κατά την ψηφοφορία 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «χειροσκόποι, οἱ τὰς χειροτονίας ἐπισκοποῡντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο… … Dictionary of Greek
χειροτονία — η, ΝΜΑ [χειροτονῶ] (καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη με την οποία αποδίδεται η ιερωσύνη σε έναν από τους τρεις βαθμούς, δηλαδή τού διακόνου, τού πρεσβυτέρου και τού επισκόπου νεοελλ. ειρων. ξυλοδαρμός μσν. αρχ. 1. ανύψωση, ανάταση τού χεριού (α.… … Dictionary of Greek
ωγμός — ὁ, Α [ὤζω] (κατά τον Ησύχ.) «φωνὴ μετὰ τοῡ ἐκβοηθῆναι ἢ μετὰ χειροτονίας» … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εκκλησιαστικό-Βυζαντινό Ιεράς Μονής Αγίου Ανδρέα Μηλαπιδιάς — Το μουσείο λειτουργεί από το 1988 στον παλαιό ναό της μονής, που αναστηλώθηκε από τον ελληνικό στρατό μετά τον καταστροφικό για την Κεφαλλονιά σεισμό του 1953. Στην είσοδο του ναού εκτίθενται αρχιτεκτονικά μέλη και αποτοιχισμένες αγιογραφίες των… … Dictionary of Greek